- νεοσσίον
- νεοσσίον και νοσσίον, (τό ΑΜ, Α και νεόσσιον και αττ. τ. νεοττίον και νεόττιον) [νεοσσός)]μικρός νεοσσός, πουλάκι («πλὴν ἡ θήλεια παύεται ὅταν ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», Αριστοτ.)αρχ.1. κρόκος αβγού2. φρ. «πατρὸς νεοττίον» — παιδί που σε όλα είναι όμοιο με τον πατέρα του.
Dictionary of Greek. 2013.